|
|||||
Ο Ρόλος και η Θέση των Φανερώσεων και των Προσωπικών Αποκαλύψεων (π. René Laurentin)
Πώς Πρέπει να Τις Προσεγγίζουμε;
«Όταν εμφανίστηκε το μωρό
όλη η οικογένεια ζητωκραύγασε γεμάτη χαρά», είπε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Όταν συμβαίνει μια θαυματουργική φανέρωση, η οικογένεια της Εκκλησίας δεν ζητωκραυγάζει γεμάτη χαρά. Συνήθως η υποδοχή γίνεται με ανησυχία, ένταση, και νευρικότητα. Συχνά, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα μοιάζει να είναι: Πώς να το ξεφορτωθούμε (δανείζομαι τον τίτλο ενός θεατρικού έργου του Ευγένιου Ιονέσκο). Στη Λούρδη, ο π. Peyramale [εφημέριος στην ενορία της Μπερναντέτ] υποδέχθηκε την πρώτη επίσκεψη της Μπερναντέτ με ένα από τα περίφημα ξεσπάσματα οργής που ήταν χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Τις θαυματουργικές φανερώσεις που έγιναν μετά από πενήντα χρόνια στα βελγικά χωριά Beauraing και Banneux (1932-1933), λιγότερο ή περισσότερο, τις αποθάρρυναν, τις κατέπνιξαν, ή τις απέκρυψαν μέχρι τη δεκαετία του 1980. Κάποιος που αγαπάει τον Χριστό και την Παναγία, θα θεωρούσε μία φανέρωση ως καλή είδηση, όπως ακριβώς κάνουν πολλοί καλοί χριστιανοί. Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η γεμάτη δυσπιστία, ή και δυσαρέσκεια, υποδοχή; Κατώτερη Θέση
IΥπάρχουν σοβαροί λόγοι.
Επιπλέον, οι φανερώσεις έχουν κατώτερη θέση στην Εκκλησία:
Ρόλος και Αξία των Φανερώσεων
Παρ’ όλα αυτά, οι φανερώσεις έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή της Εκκλησίας. Αποτελούν μέρος ενός κόσμου συμβόλων. Ο άνθρωπος, ως λογικό ον, τα έχει ανάγκη. Ο Θεός το ξέρει. Αυτός ήταν ο λόγος για την Αποκάλυψη και τις τελετές της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός μας έδωσε το Ευαγγέλιο και τα Μυστήρια. Η Βίβλος είναι ένα πλέγμα σημείων που βρίθει από θαύματα και φανερώσεις, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στη ζωή της Εκκλησίας, οι φανερώσεις κατέχουν σημαίνουσα θέση: Γουαδελούπη, Απαρεσίντα [Βραζιλία], Λούρδη και Φάτιμα είναι μερικά από τα δημοφιλέστερα προσκυνήματα της Εκκλησίας, μετά τη Ρώμη. Ο Θεός, ο οποίος είναι τόσο υπερβατικός όσο και οικείος, δεν στερεί από την ανθρωπότητα τα σημεία χωρίς τα οποία η πίστη πέφτει σε μαρασμό και πεθαίνει. Εκτός από τα αντικειμενικά σημεία, που είναι η Εκκλησία και τα Μυστήρια, μιλάει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας με θεόσταλτα ή θαυματουργικά σημεία που απαιτούν διάκριση. Τα σημεία αυτά επιτελούν προφητικές λειτουργίες. Ο Άγιος Θωμάς τονίζει ότι τα σημεία αυτά αφυπνίζουν την πίστη και «πάνω απ’ όλα, την ελπίδα». Μας υπενθυμίζουν ότι ο υπερβατικός Θεός δεν παύει να είναι παρών και κοντά μας. Τα καθημερινά σημεία, μικρά ή μεγάλα, συνηθισμένα ή ασυνήθιστα, αποτελούν Θεία Μετάληψη που δίνει δύναμη στην ανθρώπινη αδυναμία. Κατά τον τρόπο αυτό, οι φανερώσεις είναι πρωτίστως ποιμαντικό πρόβλημα, και μετά θεολογικό ή νομικό Η Απελευθέρωση και ο Πολλαπλασιασμός των Φανερώσεων
Για ποιο λόγο πολλαπλασιάζονται οι φανερώσεις, οι οποίες έμοιαζε να έχουν εκλείψει από την Εκκλησία; Η αλλαγή αυτή προκύπτει κατ’ αρχήν από μία νομική απόφαση. Ο πρώην Κώδικας Κανονικού Δικαίου, στον κανόνα 1399, παράγραφο 5, «απαγόρευε βιβλία ή έντυπα που αναφέρονται σε νέες φανερώσεις, αποκαλύψεις, οράματα, προφητείες και θαύματα». Ο κανόνας 2318 αφόριζε όσους τον παραβίαζαν.
Στις 14 Οκτωβρίου 1966, ο Παύλος ΣΤ΄ κατάργησε αυτούς τους κανόνες (Διάταγμα της Συνόδου Υπέρ της Πίστεως, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Acta Apostolicae Sedis, 29 Δεκεμβρίου 1966, σελ. 1186). Έτσι δεν συμπεριλήφθηκαν στο νέο Κώδικα Κανονικού Δικαίου. Αυτή η νέα νομοθεσία απεκατέστησε τη χριστιανική ελευθερία, σύμφωνα με το σκεπτικό της Συνόδου. Έδειχνε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα χαρίσματα και τις προφητικές πρωτοβουλίες των λαϊκών. Υπήρχε κάποιος κίνδυνος, αλλά οι πιστοί, σε γενικές γραμμές, έχουν δείξει ότι ξέρουν να ενεργούν με υπακοή και διάκριση (με λίγες εξαιρέσεις). Μέσα σε αυτό το κλίμα ελευθερίας, η ενημέρωση αντικατέστησε την καταστολή. Χαρίσματα που είχαν για πολύ καιρό κατασταλεί, πλέον έβρισκαν προώθηση, ενίοτε καθ’ υπερβολήν. Στο νέο αυτό κλίμα, αρκετοί επίσκοποι έχουν αναγνωρίσει ως τόπους επίσημης λατρείας τα μέρη όπου είχαν γίνει φανερώσεις, και μάλιστα σε μία περίπτωση, πιστοποίησαν τη γνησιότητα του φαινομένου. Ο επίσκοπος Πίο Μπέλο Ρικάρντο, επίσκοπος Λος Τέκες (Βενεζουέλα), στις 7 Φεβρουαρίου 1988, αναγνώρισε τις φανερώσεις που είχε η Maria Esperanza Medrano de Bianchi. Άρχισαν το 1976 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Άλλες ευνοϊκές αποφάσεις που αφορούν την επίσημη λατρεία:
Συχνά, η διάκριση παραμένει συγκεχυμένη, αμφίσημη, ή αμφιλεγόμενη. Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστούν τα εμπόδια. Συγκρότηση Επιτροπών
Στο επίπεδο των επιτροπών υπάρχει το πρόβλημα προκαταλήψεων ή εσφαλμένων απόψεων που χρειάζεται να αναμορφωθούν σε διάφορους βαθμούς. Όταν οι αρχές συγκροτούν επιτροπή έρευνας, συνήθως επιλέγονται θεολόγοι, ειδικοί κανονικού δικαίου, και ψυχολόγοι (ψυχαναλυτές). Οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν οι άνθρωποι αυτών των κατηγοριών είναι οι καταλληλότεροι για πνευματική διάκριση των ενεργειών του Θεού.. Πριν λίγα χρόνια είπα σε έναν Καρδινάλιο που ανησυχούσε για τη συγκρότηση μιας τέτοιας επιτροπής: «Μην αναζητήσετε ανθρώπους που έχουν μόνο θεωρητική γνώση από τα βιβλία που έχουν διαβάσει, αλλά αντιθέτως εκείνους που έχουν πραγματική πείρα από τις ανθρώπινες ψυχές και τις πνευματικές πραγματικότητες. Θα τους βρείτε σίγουρα ανάμεσα στους ιερείς που τελούν το μυστήριο της εξομολόγησης και είναι γνωστοί για την κρίση και την αγιότητά τους, διευθυντές σε ιερατικές σχολές, γέροντες που καθοδηγούν δόκιμους μοναχούς και εξορκιστές. Σε αυτά τα θέματα, είναι πολύ σημαντική η βιωματική πνευματική εξοικείωση. Φυσικά, ένας ή δύο θεολόγοι είναι καλό να υπάρχουν για να εξετάσουν το δόγμα, όπως και κάποιοι επιστήμονες για να ορίσουν τη φύση των γεγονότων, όμως και γι’ αυτούς κάποιος βαθμός πνευματικής ευαισθησίας έχει τη σημασία του.» Αυτή η τόσο προφανής και απλή πρόταση δεν έχει εφαρμοστεί σχεδόν καθόλου μέχρι σήμερα. Όσοι έχουν πνευματική πείρα σπάνια συμπεριλαμβάνονται. Κανονικά, αυτές οι επιτροπές έχουν καθήκον να συμβάλουν στη διάκριση που οι ίδιοι οι προσκυνητές προσπαθούν να ασκήσουν. Ωστόσο, αν και κάποιες φορές αυτές οι επιτροπές πληρούν τις προϋποθέσεις, συνήθως συμπεριφέρονται με μυστικοπάθεια. Καθώς δεν γίνεται αξιολόγηση, ούτε υπάρχει διάθεση, προτιμούν να καταλήξουν σε ένα διφορούμενο συμπέρασμα με αρνητική διατύπωση: δεν έχει αποδειχθεί (non patet supernaturalitas). Αυτή η ανοιχτή και ουσιαστικά χωρίς νόημα διατύπωση συχνά ερμηνεύεται από τις εφημερίδες ως καταδίκη, λες και η άρνηση σημαίνει patet non supernaturalitas: το υπερφυσικό αποκλείεται. Αυτές οι συγκεχυμένες καταστάσεις προκύπτουν από το εξής συγκεχυμένο σκεπτικό:
Όταν προσπαθούν να εκφέρουν κρίση χριστιανοί που δεν έχουν αυθεντία, η στάση τους συχνά δικαιολογεί τις εξής παρατηρήσεις:
Όσοι κάνουν εκστρατεία εναντίον της Βασούλας στον Καναδά δεν την έχουν συναντήσει ποτέ. Παρόλο που κάποιοι με κατηγόρησαν με όρους που θεωρώ απαράδεκτους, δεν θέλησα να λογομαχήσω μαζί τους για δύο λόγους: René Laurentin, Όταν ο Θεός δίνει ένα σημάδι: Μια απάντηση σε ενστάσεις εναντίον της Βασούλας, ed. F.X. de Guibert, 1993, p. 6-16.
Άρθρα με το ίδιο Θέμα :
|